- κουνίστρα
- η1. κούνια.2. γυναίκα που κουνάει τα πισινά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουνίστρα — η 1. κούνια 2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. ίστρα (πρβλ. μανταρ ίστρα)] … Dictionary of Greek
κουνιστός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται 2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος 3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από… … Dictionary of Greek
τσακίστρα — Οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 580 μ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάμπων. * * * η, Ν γυναίκα που κάνει τσακίσματα, κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] … Dictionary of Greek